- προελθεῖν
- προελθεῖν , προέρχομαιgo forwardaor inf act (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Георгий Пахимер — греч. Γεώργιος Παχυμέρης … Википедия
HYPANIS — I. HYPANIS Indiae fluv. nobilissimus, ultra quem in Indiam non progressus est Alex. Mag. Strabo l. 15. ὕςτατος Υ῞πανις, προελθεῖν γὰρ περαιτέρω Ἁ᾿λέξανδρος᾿ ἐκωλύθη. Plin. l. 2. c. 73. et l. 6. c. 17. et 20. Hypain vocat, Arrian. et Υ῾φάσιον. Ad… … Hofmann J. Lexicon universale
δάδα — η (Α δαΐς, δαΐδος και αττ. δᾴς, δαδός) 1. δαυλός από δαδί 2. πυρσός, λαμπάδα νεοελλ. 1. σχίζα κλαδιού από δέντρο που έχει ρετσίνι (συνήθ. πεύκο), το δαδί 2. κάθε μέσο που μεταδίδει φως ή φωτιά 3. φωτιστικό πυροτέχνημα 4. κάθε μέσο φωτισμού ή… … Dictionary of Greek
κορωνίδα — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 4 Ιανουαρίου 1876. Το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι 12,3 και σε απόσταση μίας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο 9,27. Διεθνώς ονομάζεται Koronis 158. II Μυθολογικό… … Dictionary of Greek
προέρχομαι — ΝΜΑ έχω την καταγωγή, την αιτία, την αφετηρία ή την πηγή μου σε κάποιον ή σε κάτι, εκπορεύομαι από κάπου (α. «η πληροφορία προέρχεται από αξιόπιστη πηγή» β. «ο υψηλός πυρετός προέρχεται από ίωση» γ. «Θεὸν Λόγον ἐκ Θεοῡ προελθόντα», Μέγ. Βασ.) μσν … Dictionary of Greek
προγονεύσαι — Α (κατά τον Ησύχ.) «προελθεῑν» … Dictionary of Greek